エピソード

  • Η Εύα Μανιδάκη δεν είναι μόνο αναγνώστρια αλλά και, αν μπορούμε να το πούμε, επαγγελματίας της λογοτεχνίας. Έχει σχεδιάσει τα βιβλιοπωλεία των εκδόσεων Πόλις, στην οδό Αιόλου, και των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, στην οδό Θουκυδίδου. Και φυσικά έχει συνδέσει το όνομά της με την ανακαίνιση της οικίας Κ.Π. Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και του Αρχείου Καβάφη στην οδό Φρυνίχου στην Αθήνα.

    Το πρώτο της βιβλίο ήταν δώρο του παππού της: Πηνελόπη Δέλτα. Η κρίσιμη στιγμή της ως αναγνώστριας ήρθε όμως πολύ αργότερα, όταν ήταν φοιτήτρια στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Παρισιού. Ο καθηγητής της Πολ Βιριλιό της άνοιξε δρόμους. Η εμπειρία αυτή διευρύνθηκε όταν στη δραματική σχολή του Εμπρός, όπου επίσης σπούδασε, συνάντησε την Μαρία Κυρτζάκη. «Με αυτήν τη γυναίκα έμαθα να διαβάζω. Μου φώτισε τα μονοπάτια που είχε ανοίξει ο Βιριλιό».

    Διαβάζει Χαρούκι Μουρακάμι και αισθάνεται ότι «κουνιέται το μυαλό της». Τα πιο σημειωμένα βιβλία στη βιβλιοθήκη της είναι Ρολάν Μπαρτ και τα «Σονέτα» του Σαίξπηρ. Λατρεύει τους συγγραφείς θεατρικών έργων. Θα καλούσε σε γιαπωνέζικο πικ-νικ μόνο τον Σάμιουελ Μπέκετ.

  • Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον Νίκο Καραπιδάκη, ομότιμο καθηγητή Μεσαιωνικής Ιστορίας και διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία» για τα βιβλία που τον διαμόρφωσαν.

    Μεγάλωσε στο Ηράκλειο Κρήτης. Ο ήρωας της παιδικής του ηλικίας ήταν ο Ντ' Αρτανιάν, από τους «Τρείς Σωματοφύλακες» του Αλεξάνδρου Δουμά. Αργότερα ανακάλυψε ότι πρότυπο του Ντ' Αρτανιάν ήταν ο Λαροσφουκώ, ο Γάλλος αριστοκράτης, διάσημος γνωμικογράφος.Τώρα, ήρωας του είναι ο Αντρέ Μαλρώ, μέσα από τα «Αντιαπομνημονεύματά» του αλλά και μέσα από την δημόσια ζωή του.

    Η κρίσιμη στιγμή της αναγνωστικής ζωή του ήταν στις τελευταίες τάξεις του τότε εξαταξίου Γυμνασίου, όταν, διαβάζοντας μια σχολιασμένη έκδοση της «Αντιγόνης», διαπίστωσε ότι η ανάγνωση μπορεί να είναι κάτι πιο πολύπλοκο:πέρα από την ανάγνωση-απόλαυση υπάρχει και η ανάγνωση-κόπος. Το έπαθε και με τον Θουκυδίδη.

    Αγάπησε πολύ το μυθιστόρημα του Μπορίς Πάστερνακ «Δόκτωρ Ζιβάγκο». Γοητεύτηκε από την Λάρα και την ερωτεύτηκε. Ήταν ένας ιδεότυπος γυναίκας. Αγάπησε όμως και τον Διονύσιο Ρώμα, τις γοητευτικές, σχεδόν μεταφυσικές ιστορίες του από την Ζάκυνθο. Με αφορμή τον «Δόκτορα Ζιβάγκο», λέει ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να πείς τον έρωτα. Και αναφέρεται στην μεσαιωνική ερωτική ιστορία του Αβελάρδου και της Ελοίζας, που τα γράμματά τους μετάφρασε από τα λατινικά, ανασυσταίνοντας τον ερωτικό λόγο τους.

    Διαβάζει ποίηση: Καββαδία, Ρενέ Σαρ, Μαλλαρμέ, Θανάση Χατζόπουλο, Δάντη. Τον συγκινούν τα αμερικανικά pulp μυθιστορήματα, ο κόσμος του Σκότ Φιτζέραλντ, η σάγκα του «Οσα παίρνει ο άνεμος». Τον συγκινεί όμως και το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου και τα βιβλία του Γιάννη Μακριδάκη και της Μπερναντίν Εβαρίστο.

    Ως αναγνώστη τον κάνουν ευτυχισμένο τα καλογραμμένα κείμενα. Ακομη κι αν είναι η καλογραμμένη εργασία ενός φοιτητή του.

    Θα καλούσε σε γεύμα τον Δάντη, τον Μιχάλη Κοπιδάκη, τον Λαροσφουκώ κι έναν ορθόδοξο θεολόγο, τον Γοντικάκη.

  • エピソードを見逃しましたか?

    フィードを更新するにはここをクリックしてください。

  • Γεννήθηκε στο Σέφιλντ, τη βιομηχανική πόλη της Αγγλίας, γνωστή για τα μαχαιροπίρουνά της. Η οικογένειά του είναι όμως ιρλανδικής καταγωγής κι έτσι αναγνωρίζεται στον κόσμο των Κελτών: Γέιτς, Όσκαρ Ουάιλντ, Μπέρναρ Σο, Τζέιμς Τζόις αλλά και Ντίλαν Τόμας, που είναι Ουαλός.

    Το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα το έκανε σε ηλικία εννιά ετών, σε μια κρουαζιέρα με τους γονείς τους. Έφτασε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, κι αυτό το θεωρεί κάπως σημαδιακό. Οι αναγνώσεις του, κατά την εφηβική ηλικία του, συνδέονταν με τις πνευματικές ανησυχίες του. Διάβαζε λοιπόν Έρμαν Έσε, Καζαντζάκη ή Σόμερσετ Μομ. Η Ελλάδα ήταν όμως μια εμμονή του. Και στα 14 του άρχισε να διαβάζει βιβλία για την Ελλάδα, όπως αυτά του Λόρενς Ντάρελ αλλά και του Πάτρικ Λι Φέρμορ. Είχε μια ρομαντική εικόνα για την Ελλάδα και τα ελληνικά νησιά.

    Σπούδασε ελληνικά στην Αγγλία, αρχαία και μετά βυζαντινά και νέα, και υποστήριξε τη διατριβή του στο πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας με θέμα τη μετάφραση της ελληνικής ποίησης, με παράδειγμα τον Ελύτη. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Ντέβιντ Κόνολι εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα, μετάφρασε προς τα αγγλικά Έλληνες ποιητές και πεζογράφους, δίδαξε μετάφραση σε ελληνικά πανεπιστήμια. Το γούστο του τον οδηγεί περισσότερο προς την ελληνική ποίηση: Ελύτης, Βρεττάκος, Ρωμανός Μελωδός, Κάλβος, Σολωμός, ποιητές που τους θεωρεί πολυπρισματικούς.

    Τα τελευταία χρόνια ζει κοντά στην Ασίζη, στην Ούμπρια της Ιταλίας. Εκεί κάνει γιόγκα και διαλογισμό, σε ένα περιβάλλον που είναι πολύ πιο ισχυρό από την ανθρώπινη βούληση, όπως λέει.

  • H Μαρίνα Δανέζη έχει δύο μικρά αγόρια, 1,5 και 3 χρόνων αντίστοιχα, κι ένα μέρος της αναγνωστικής καθημερινότητας είναι να διαβάζει ιστορίες στα παιδιά της. Λέει ότι τα δύο αγοράκια της γίνονται αναγνώστες κυριολεκτικά εξ απαλών ονύχων. Η ίδια θυμάται τα πρώτα βιβλία της, συντομευμένες εκδόσεις της «Τζέιν Έιρ» και του «Μιχαήλ Στρογγώφ», με χοντρό εξώφυλλο από την «Αγκυρα».Στην εφηβεία και στην μετεφηβεία βουτήχτηκε κυριολεκτικά στην ποίηση: Καβάφης, Καρυωτάκης αλλά και Κατερίνα Γώγου. Θωμάς Γκόρπας. Αλέξης Τραϊανός, κόσμοι κάπως σκοτεινοί.


    Αγαπημένος της συγγραφέας είναι ο Πέτρος Πικρός και αγαπημένος της ήρωας είναι ο πρίγκιπας Μίσκιν, στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφκσι. Το αναγνωστικό γούστο της διαμορφώνεται και από την δουλειά της ως δημιουργού ντοκυμαντέρ για την πόλη και την Αθήνα. Μιλάει για τα βιβλία «Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη» του Θανάση Γιοχάλα και της Τόνιας Καφετζάκη, «Ομόνοια 1980» του Γιώργου Ιωάννου, «Ομόνοια 2000» του Φίλιππου Φιλίππου, τα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή, την μελέτη «Το φρικτό τέμενος της αμαρτίας» των Βλησίδη/Παπαϊωάννου για τα Βούρλα, τα βιβλία του Τάσου Θεοφίλου «Ληστεία της Πέτρας»" και «Καϋμένε Αθανασόπουλε» ή τα «Ροκ Ημερολόγια» του Γιώργου Τουρκοβασίλη.

    Διαβάζει τα βιβλία των φίλων της , όπως του Γιώργου-'Ικαρου Μπαμπασάκη και της Μαρίας Cyber. Προγραμματίζει να διαβάσει το βιβλίο του Φώντα Τρούσσα «Ραντεβού στο Κύτταρο» και τηνμελέτη της Τασούλας Βερβενιώτη «Οι άμαχοι του Ελληνικού Εμφυλίου». Θα καλούσε σε γεύμα τον Θωμά Γκόρπα, τον Πέτρο Πικρό, τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη και τον Κωνσταντή Σταυρόπουλο. Ενα γεύμα «μόνο αγόρια», όπως λέει. Το βιβλίο του Κωνσταντή Σταυρόπουλου «Ο Αμαζόνιος της Πατησίων» εκδόθηκε από την ίδια. Είναι το δειλό εκδοτικό εγχείρημα της Μαρίνας Δανέζη.

  • Άρχισε να διαβάζει τις περιπέτειες του Τεν Τεν. Ήταν ένα άνοιγμα στον κόσμο. Στο Δημοτικό διάβασε τον Ιούλιο Βερν. Και στα 13 με 14 διάβασε Καζαντζάκη. Είχε ένα ειδικό τετράδιο, όπου αντέγραφε όλες τις μεγαλοπρεπείς φράσεις του συγγραφέα. Μολονότι σήμερα βλέπει την μανία με τον Καζαντζάκη σαν ένα είδος παιδικής ασθένειας, δεν έχει μετανιώσει καθόλου για την ανάγνωση. Ηταν ένα μεγάλο ταξίδι σε πολλούς κόσμους: Χριστιανισμός, Βουδισμός, Νιτσε, Φρόϋντ.

    Διάβαζε σε τρείς γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά), διάβαζε ταυτόχρονα πολλά βιβλία. Ακόμη και σήμερα διαβάζει βιβλία που δεν πρόκειται να εκδώσει ο ίδιος. Η αναγνωστική έκρηξη ήρθε στα 18 του, όταν διάβασε «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία» του Εμπειρίκου και το μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες Πολιτείες». Τα βιβλία αυτά του άνοιξαν δρόμους.

    Λίγο αργότερα ανακάλυψε Έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα: την Μέλπω Αξιώτη, τον Νίκο Κάσδαγλη ("Κεκαρμένοι") και τον Μάριο Χάκκα ("Μπιντές"). Στα γραφεία των εκδόσεων Κέδρος γνώρισε τον Ρίτσο: μαλλιά βαμμένα πορτοκαλί, παντελόνι καμπάνα με ρεβέρ, ψηλοτάκουνα παπούτσι, καρώ σακκάκι. Τον εκτίμησε πολύ, γιατί ήταν ο εαυτός του.

    Με χρήματα που του έδωσε μια θεία του, ξεκίνησε τις εκδόσεις Άγρα. Τα χρήματα έφταναν για την
    έκδοση ενάμισυ βιβλίου. Ο τρίτος τίτλος που εξέδωσε ήταν «Η ιστορία του ματιού» του Ζορζ Μπατάιγ. Ήταν εμπορική επιτυχία, που του επέτρεψε να συνεχίσει. Όλα τα άλλα είναι ιστορία. Η ιστορία των εκδόσεων Άγρα.

  • Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον ζωγράφο Γιώργο Ρόρρη για το πώς η ανάγνωση δημιουργεί το εικαστικό περιβάλλον του.

    Στο ατελιέ του, κάπου στην περιοχή του Σταθμού Λαρίσης, υπάρχουν «τα βιβλία του ατελιέ». Μοιάζουν σαν εργαλεία δουλειάς. Οι σελίδες τους έχουν χρώματα. Συχνά τα μοντέλα που ποζάρουν διαβάζουν σελίδες, ενώ ο Γιώργος Ρόρρης τα ζωγραφίζει. Βρίσκονται εκεί βιβλία του Μιχαήλ Μητσάκη, που τα θεωρεί ντοκυμαντέρ της αστικής ζωής, του Παπαδιαμάντη, που τα βρίσκει άκρως ποιητικά και του υπενθυμίζουν ότι κάνοντας τέχνη προσπαθείς να ερμηνεύσεις τον κόσμο και τα πράγματα. Υπάρχουν ακόμη οι «Σκέψεις» του Πασκάλ αλλά και Σοπενάουερ, τα άπαντα του Σολωμού αλλά και οι Μπαλάντες του Φρανσουά Βιγιόν, Μπαλτάσαρ Γκρασιάν αλλά και
    Χρηστομάνος, «Η Κερένια Κούκλα» .

    Γεννήθηκε στον Κοσμά της Κυνουρίας και η σχέση του με τα βιβλία ξεκινάει από την έλλειψή τους. Στην βιβλιοθήκη του σχολείου είχε βρεί «Τα λόγια της πλώρης» του Καρκαβίτσα. Σε ηλικία 12 ετών, το 1975, άρχισε να διαβάζει το περιοδικό «Επίκαιρα», που έφτανε στο χωριό. Εβλεπε εκεί τις σελίδες με τα καλλιτεχνικά και τις διάβαζε με «ανεπίγνωστη έφεση», όπως εξομολογείται.

    Περισσότερο πρόσεχε όμως τις διαφημίσεις για βιβλία. Εκεί εντόπισε την «Ιστορία της Μοντέρνας Ζωγραφικής» του Χέρμπερτ Ρίντ στις εκδόσεις Υποδομή. Απέκτησε όλη τη σειρά τέχνης αυτού του εκδοτικού οίκου. Από το 1977 έπαιρνε το περιοδικό «Αντί», που είχε πολλές διαφημίσεις για βιβλία. Στο σχολείο ζωγράφιζε και οι καθηγητές του τον ενθάρρυναν, ιδιαίτερα όταν αντέγραψε και μεγένθυνε για τις ανάγκες σχολικής γιορτής εικόνες του Φωκίωνα Δημητριάδη. Με το χαρτζιλίκι που έβγαζε, δουλεύοντας στο καφενείο του πατέρα του, έδωσε 150 δραχμές σε συγχωριανό του, που δούλευε στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο «Πρωτοπορία» και του ζήτησε να διαλέξει εν λευκώ και να του στείλει βιβλία. Από τότε άρχισε να συγκροτεί την βιβλιοθήκη του.


    Αγαπάει τα λεξικά, το Μεγάλο Λεξικό του Δημητράκου, το Λιτρέ, το Γκράν Ρομπέρ. Ανοίγει και διαβάζει λέξεις που μπορεί να έχουν χαθεί ή να μην είναι σε χρήση. «Εκεί βρίσκω τους πεσόντες» λέει. Τώρα έχει μια μεγάλη βιβλιοθήκη αλλά η σχέση του με το βιβλίοεξακολουθεί να στηρίζεται στην έλλειψή του, διαφορετικά όμως. Βιβλία που κατέχει αλλά δεν έχει κατορθώσει να διαβάσει.

  • Η σχέση του με την ανάγνωση πέρασε μέσα από τις διηγήσεις του πατέρα του, του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, για τα βιβλία που διάβαζε εκείνος. Ουίλιαμ Μπλέϊκ, Λoτρεαμόν, Ρεμπό, Ουόλτ Γουίτμαν.

    Ο πατέρας του μιλούσε τέσσερις γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες και ρωσικά, και αυτός ο κόσμος έμοιαζε για τον μικρό Λεωνίδα ένα απέραντο θαύμα. Είναι παράδοξο, αλλά ως παιδί ήθελε να είναι με τους γονείς του και με τους φίλους των γονιών του, τον Τσαρούχη, τον Ελύτη, τον Βαλαωρίτη. Στα 12 χρόνια του διάβασε το βιβλίο του πατέρα του «Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία», και μέσα από την ανάγνωση αυτή τον κατάλαβε.

    Η ποίηση είναι το αναγνωστικό βασίλειό του. Μπλέϊκ, Ντύλαν Τόμας, Σικελιανός, Καβάφης, Σολωμός,Κάλβος. Οι ήρωές του είναι όμως ο Αντρέ Μπρετόν, ο Μπενζαμέν Περέ και ο Πολ Ελυάρ. Διαβάζει την πεζογραφία μέσα από την ποίηση και αγαπημένος του ήρωας
    είναι ο Ισμαήλ από το Μόμπυ Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ. Διαβάζει όμως και κορεατική ποίηση και βρίσκει σε αυτή τη χώρα της Ασίας πολλές συγκινητικές ιστορίες.

    Ίσως η προφορικότητα της ποίησης-παιδί, άκουγε τον πατέρα του να απαγγέλλει- τον οδήγησε με πάθος στην μεγάλη επιχείρηση για την καταγραφή των ελληνικών ντοπιολαλιών.Το βιβλίο με τίτλο «Ντοπιολαλιές, Γεωγραφικές ποικιλίες της Νέας Ελληνικής και των άλλων ομιλούμενων εντός Ελλάδας γλωσσών» που συνοδεύεται από τέσσερα cd
    είναι έτοιμο προς έκδοση από το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ/ Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών. Το υπογράφουν ο αείμνηστος Μάρκος Φ.Δραγούμης, ο Θανάσης Μωραίτης, ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, η Κατερίνα Γεωργιάδου, ο Νίκος Σιγάλας, σε γλωσσολογική και φωνητική επιμέλεια του Σταμάτη Μπέη και του Νίκου Παντελίδη και επιμέλεια έκδοσης του Θανάση Μωραΐτη.

  • Την κατατάσσουν στη λογοτεχνία του φανταστικού αλλά ή έμπνευσή της έρχεται από το παράλογο και το παράδοξο του Ιονέσκο και του Μπέκετ. Ενηλικιώθηκε αναγνωστικά όταν στο τέλος της εφηβείας της διάβασε «Το όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Εκο. Τότε κατάλαβε τι σημαίνει σύγχρονο παραμύθι. Αλλωστε σαν παραμύθια διαβάζονται και τα δικά της βιβλία, όπου το φανταστικό κυριαρχεί, όπως συμβαίνει με την τριλογία «Ο δράκος της Πρέσπας», που την ολοκλήρωσε πριν από μερικούς μήνες.

    Κόρη δασκάλου, φοίτησε για δύο τάξεις του δημοτικού σε σχολείο στην Αγγλία, όπου γνώρισε τον κόσμο των πειρατών, των φαντασμάτων, των πύργων. Αλλαξε κατηγορία ως αναγνώστρια όταν διάβασε Κάφκα και Οργουελ. Τότε κατάλαβε τι σημαίνει συνοπτική γραφή, αλληγορία και φίνα μεταφορά. Όσο κι αν παραξενέψει κάποιους, αισθάνεται συγγενής συγγραφικά με τον Νίκο Μάντη, τον Δημήτρη Σωτάκη και τον Γιάννη Μακριδάκη.


  • Τα βιβλία της παιδικής του ηλικίας, όπως «Ο Τρελλαντώνης» και «Ο μάγκας» της Πηνελόπης Δέλτα, τα χαρακτηρίζει «αναγνωστικό γλέντι». Στην εφηβεία διάβασε Ντοστογιέφσκι, Καμύ και Σαρτρ. Καθώς στο σπίτι του άργησε να μπει η τηλεόραση, οπτικοποιούσε ό,τι διάβαζε. Είναι κάτι που νοσταλγεί.
    Αναγνωρίζει τον εαυτό του στα βιβλία που διαβάζει κάθε φορά. Η καλύτερη στιγμή της σχέσης του με το βιβλίο είναι όταν μπαίνει σε βιβλιοπωλείο, μια περιπέτεια που δεν ξέρει που θα τον βγάλει. Από αυτήν την άποψη θεωρεί πολύ «επικίνδυνο» μέρος το Λεξικοπωλείο στο Παγκράτι.

    Μέσα στο βιβλιοπωλείο μπορεί να τον προσελκύσει ένα βιβλίο από το χρώμα του εξωφύλλου του και το μέγεθός του. Ετσι έφτασε στο «4321» του Πολ Οστερ, χρώμα εξωφύλλου μοβ-μπορντό και μέγεθος 1000 σελίδες.

    Διακρίνει δύο ειδών αναγνώσεις: την βουλιμική, όταν καταναλώνεις σελίδες επί σελίδων αλλά στο τέλος δεν σου μένει τίποτα. Και την ανάγνωση dégustation. Προτιμάει την δεύτερη και προσπαθεί να διαβάζει ως αναγνώστης-γευσιγνώστης.

  • Την ρωτάω ποια είναι τα βιβλία της παιδικής της ηλικίας και η απάντηση έρχεται καταιγιστικά: Ιλιάδα, Οδύσσεια, Οιδίπους Τύραννος, Τρωάδες, μαζί με Κλασσικά Εικονογραφημένα, Πηνελόπη Δέλτα, «Τα μυστικά του βάλτου» και «Στον καιρό του Βουλγαροκτόνου», «Μόμπυ Ντικ» και «Πύργος» του Κάφκα, που τα μετέφραζε η μητέρα της, η κινηματογραφική κριτικός και μορφή της ελληνικής κινηματογραφικής σκηνής Αγλαϊα Μητροπούλου.

    Το σπίτι της ήταν ένας βιβλιοφιλικός παράδεισος, όπου μπορούσαν να γίνουν οι πιο παράδοξοι συνδυασμοί. Εκεί, συναντούσε και συγγραφείς, φίλους των γονιών της, όπως τον Μυριβήλη, τον Βενέζη, την Μαργαρίτα Λυμπεράκη, τον Ιάκωβο Καμπανέλη, τον Μηνά Δημάκη, τον Γιάννη Νεγρεπόντη.

    «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» της Ρέας Γαλανάκη και η «Αρχαία Σκουριά» της Μάρως Δούκα είναι μυθιστορήματα που αγαπά. Από τα βιβλία πηγαίνει στο σινεμά και από το σινεμά στα βιβλία. Ο Κάφκα και ο Μελβίλ την συνδέουν με τη μητέρα της. Το γαλλικό «νέο μυθιστόρημα» με την θεία της, την συγγραφέα Μόνα Μητροπούλου, ο Βασίλης Βασιλικός και οι συγγραφείς του μαγικού ρεαλισμού την συνδέουν με τους συμφοιτητές της στο Λονδίνο, όπου σπουδάζει τον καιρό της Δικτατορίας.

  • Η ‘Ελλη Αλεξίου τον αποκαλούσε «ξανθό πρίγκηπα». Έμαθε το βιβλίο από πολύ μικρή ηλικία, δουλεύοντας στο βιβλιοπωλείο «Φωλιά του Βιβλίου». Μέσα απ' αυτή την εμπειρία, έγινε και εκδότης στα 24 του χρόνια. Το πρώτο των εκδόσεων του ήταν μια ιταλοελληνική γραμματική, που ήρθε να καλύψει ένα κενό σε μια εποχή που πολλοί Ελληνες έφευγαν για σπουδές στην Ιταλία.


    Πιστεύοντας ότι “ο εκδότης είναι το περιβάλλον του”, συνέχισε με βιβλία του Κρισναμούρτι, του Ζαν Πιαζέ ή βιβλία για την Κυβερνητική, μια εντελώς άγνωστη «περιοχή» στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ή μια ανθολογία παγκόσμιας ποίησης από τον Ανδρέα Αγγελάκη.

    Στα χρόνια που ακολούθησαν πρωταγωνίστησε στην ελληνική λογοτεχνία αλλά και δημιούργησε λογοτεχνική σκηνή, με εκδηλώσεις που στο κέντρο τους ήταν το βιβλίο.

    Διαβάζει πολύ, κυρίως «χειρόγραφα», για τις εκδόσεις Καστανιώτη, που σήμερα διευθύνονται από τον γιό του Αργύρη. Οι εκδόσεις Καστανιώτη έχουν εκδώσει 10.000 τίτλους, από τους οποίους είναι ενεργοί πάνω από 4.000. Θα καλούσε σε δείπνο ξένους άνδρες συγγραφείς μαζί με τις ελληνίδες συγγραφείς των εκδόσεων του.

  • Η πρώτη αναγνωστική ανάμνησή της, οι «Άθλιοι» του Βικτόρ Ουγκώ, έχει την γεύση του πατημένου χώματος, της ελιάς και του λαδιού και τον ρυθμικό ήχο τακ-τακ-τακ από τον αργαλειό. Ηταν στο αγροτόσπιτο της Σκιάθου όπου παραθέριζε με τα δύο αδέλφια της και την μητέρα της. Από τις ταινίες του Χίτσκοκ ανακάλυψε τον μυθιστορηματικό κόσμο της Δάφνης ντι Μωριέ, έναν κόσμο ανοίκειο αλλά και πραγματικό. Διάβασε σε μικρή ηλικία Ντίκενς, ένα από τα πιο δύσκολα έργα του, το μυθιστόρημα «Ζοφερός Οίκος». Αναγνωρίζει τον εαυτό της στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου, στον Στέφαν Τσβάιχ, στον Γιόζεφ Ροτ.

    Της αρέσει ο Μπρούνο Σούλτς αλλά και ο Μάρτιν Βάλζερ. Λατρεύει τον Γιώργο Χειμωνά, ιδιαίτερα τον «Πεισίστρατο» και τις μεταφράσεις του. Τον γνώριζε προσωπικά, καθώς ήταν φίλος των γονιών και συχνός επισκέπτης στο σπίτι τους. Θυμάται την θεατρική φιγούρα του ψυχίατρου Χειμωνά να κυκλοφορεί στους διαδρόμους του Αιγινήτειου τυλιγμένος σε μια μπέρτα. Διαβάζει Ερση Σωτηροπούλου αλλά και Κάθριν Μάνσφιλντ. Διαβάζει Ε.Χ.Γονατά. Και βρίσκει θεραπευτικά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι. Η μις Μαρπλ είναι η αγαπημένη της ηρωίδα γιατί έχει πάντοτε ένα ερώτημα. Το βασικό και στοιχειώδες «τι είναι;».

  • Στην ερώτηση ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασε, απαντά χωρίς δισταγμό ο «Ροβινσώνας Κρούσος». Βρήκε σ’ αυτό το μυθιστόρημα το μοναχικό ταξίδι, που, τώρα λέει, ότι είναι μετωνυμία της ανάγνωσης. Παιδί, διάβασε όλα τα διασκευασμένα για παιδιά κλασικά μυθιστορήματα της σειράς των εκδόσεων Αστήρ Παπαδημητρίου. Ακολούθησε η επιστημονική φαντασία και γενικότερα το fantasy, Γουέλς, Τόλκιν, Ασίμοφ, Κλάρκ.

    Στην εφηβεία αρχίζει να διαβάζει ποίηση. Σεφέρης, Καβάφης, Εγγονόπουλος. Με την ποίηση άλλαξε ο φακός με τον οποίο βλέπει την τυπωμένη φράση.

    Το περιοδικό «Νέα Εστία» ήταν το σχολείο του. Εργάστηκε εκεί ως διορθωτής, την εποχή που διευθυντής του περιοδικού ήταν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Λέει πώς ο Ζουμπουλάκης ήταν «ο βασικός συνομιλητής του» σ’ εκείνα τα χρόνια της διαμόρφωσης.

    Συμφωνεί ότι δεν υπάρχει ένα μείζον έργο στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, αλλά αναρωτιέται αν το θέλουμε. Διαβάζει όμως τώρα όλα τα βιβλία του Αλέξη Πανσέληνου για να συνομιλήσει μαζί του σε δημόσια εκδήλωση. Αγαπημένος του συγγραφέας είναι ο Τζέιμς Τζόις, ο οποίος τον οδήγηση στην Βιρτζίνια Γούλφ. Αγαπημένοι του ήρωες είναι δημιουργήματα του Τόμας Μαν. Ο Χανς Κάστροπ από το «Μαγικό Βουνό» και ο Τόνιο Γκρέγκερ. Ιδρυσε τους «Αντίποδες» το 2014. Σε λίγο ο εκδοτικός οίκος συμπληρώνει τους 100 τίτλους.

  • Πολλοί έχουν την εντύπωση ότι η Νομική Επιστήμη διολισθαίνει προς τον τεχνοκρατισμό. Ο Αντώνης Καραμπατζός, καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, διαψεύδει, με την αναγνωστική πρακτική του, αυτήν την εντύπωση. Διαβάζει Τζότζεφ Κόνραντ, Φίλιπ Ρόθ, Γκράχαμ Γκρίν ή Τζον Γουίλιαμς. Τον ενδιαφέρει ο ρωμαϊκός κόσμος έτσι όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ «Αδριανού Απομνημονεύματα». Τον έλκει η μεγάλη μυθιστορηματική τοιχογραφία του Γιώργου Θεοτοκά «Αργώ» αλλά και ο μυθιστορηματικός κόσμος του Καραγάτση.

    Διαβάζει τα δοκίμια του Κωστή Παπαγιώργη, ιδιαίτερα την τετραλογία του για το 1821. Η γερμανική εκπαίδευσή του τον έχει οδηγήσει στο Χέρμαν Εσσε αλλά στον Ντύρενματ και στον Χέλντερλιν. Διαβάζει ποίηση. Σεφέρη, Ελύτη, Γονατά, Σαχτούρη αλλά και Μιχάλη Γκανά, Γιάννη Βαρβέρη, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Η ποίηση του Κ.Π.Καβάφη του δείχνει πώς η συναισθηματική εμπειρία συνδυάζεται με την ιστορικότητα και το ρίγος της ιδιοφυίας.

    Συζητάει για την cancel culture, για την τεχνητή νοημοσύνη και το πως μπορεί να επηρρεάσει την ανάγνωση αλλά και για τον δημόσιο λόγο στην εποχή των social media. Θα καλούσε σε δείπνο τον Τίτο Πατρίκιο, για να δεί πως φτάνει στη δική του γενιά η μνήμη της γενιάς του ποιητή.

  • Η ιστορία της οικογένειας του Ακύλλα Καραζήση ξεκινάει από την Οδησσό και το Κίεβο και μοιάζει με οικογενειακή σάγκα. Ισως γι' αυτό ο ίδιος δεν διστάζει να πεί ότι αν έχει διαλέξει ανάμεσα στην αναγκαστική πραγματικότητα και αυθαίρετη μυθοπλασία προτιμάει την δεύτερη. Μόλις σκηνοθέτησε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος τους «Ληστές» του Σίλλερ και η ερώτηση αν ταυτίζεται με την εποχή του ρομαντισμού έρχεται αυθόρμητα. Ναι, αναγνωρίζεται στην εποχή πριν και μετά από την Γαλλική Επανάσταση και σε συγγραφείς όπως ο Γκαίτε, ο Σίλλερ ή ο Γκέοργκ Μπύχνερ. Αναγνωρίζεται όμως και στην πρώτα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, εποχή εκρηκτικής δημιουργικότητας.

    Η «Λευκή Φρουρά» του Μπουλγκάκοφ είναι από τα αγαπημένα του βιβλία. Βρίσκει ακόμη συναρπαστικό ο,τιδήποτε αφορά στον Στάλιν, πώς φτιάχνεται και λειτουργεί μια προσωπικότητα σαν αυτή του σοβιετικού δικτάτορα. Διαβάζει πολύ: Κλάιστ και Μπολάνιο, Μάριο Βάργκας Λιόσα και Αμος Οζ, Θανάση Βαλτινό και Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, Σεφέρη και Ελλιοτ. Κλαίει με την ποίηση. Κι αν έπρεπε να καλέσει συγγραφείς, θα ήταν ο Σεφέρης, ο Έλλιοτ, ο Πεντζίκης. Όχι όμως για φαγητό αλλά για ποτό και τσάι.

  • ‘Oλα ξεκίνησαν από τον Χόρχε Λούις Μπόρχες, από τα δοκίμια και τα πεζά του Aργεντινού συγγραφέα, που ο Παναγιώτης Μελίδης διάβασε στο παιδικό του δωμάτιο στη Βέροια. Τον ακούω και ανακαλύπτω έναν εντελώς ιδιοσυγκρασιακό αναγνώστη που διαβάζει «απρόοπτα» βιβλία και τα αναλύει μέσα από μια εντελώς δική του οπτική. Πίσω από την μουσική του υπάρχουν βιβλία, όπως το μυθιστόρημα του Ζορζ Περέκ «Ζωή, οδηγίες χρήσεως». Του αρέσει να διαβάζει ενώ περπατάει. Περπατώντας διάβασε τον «Οδυσσέα» του Τζόυς αλλά και «Το ουράνιο τόξοτης βαρύτητας» του Τόμας Πίντσον και το «Infinite Jest» του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Από τους Έλληνες συγγραφείς, διαβάζει Σκαρίμπα, Μάτεσι αλλά και τον Αριστείδη Αντωνά και τον Ευθύμη Φιλίππου. Λατρεύει το έργο του Ρόμπερτ Μπολάνιο αλλά και του Ρεμόν Κενό. Και είναι εντελώς εξαρτημένος από τα βιβλία του Ζέμπαλντ.

  • Μέντοράς της ήταν ο αξιωματικός πατέρας της. Τα πρώτα βιβλία τα αγόρασε όταν ήταν στην 6η Δημοτικού, στο βιβλιοχαρτωλείο «Χαρμπής» της Θεσσαλονίκης. Αγάπησε πολύ τους κλασικούς αλλά και τους αφροαμερικανούς, όπως την Τόνι Μόρρισον και τον Πέρσιβαλ Έβερετ. Αγάπησε τον Μίσιμα αλλά και τον Τζόν Στάιμπεκ. Διάβασε νωρίς την Βιρτζίνια Γούλφ και τα «Αποσπάσματα ερωτικού λόγου» του Ρολαν Μπαρτ την έφεραν κοντά σ' έναν άνθρωπο. Της αρέσει η Ούρσουλα Φώσκολου και η Μελίσσα Στοίλη, αλλά η απογοήτευση ως αναγνώστριας έρχεται κυρίως από Ελληνες συγγραφείς. Θα καλούσε σε γεύμα τους τέσσερις του «Μυθιστορήματος των τεσσάρων», Βενέζη, Μυριβήλη, Καραγάτση, Τερζάκη και τον...συντονιστή τους Γιάννη Μαρή. Μετά από μια περίοδο αποχής από την ανάγνωση λόγω long covid, τα αστυνομικά την ξαναβάζουν τώρα στον κόσμο των βιβλίων.

  • Αγαπάει την Μαργκερίτ Ντυράς. Δεν θα μπορούσε διαφορετικά: η γαλλίδα συγγραφέας του έμαθε να φτιάχνει blanquette de veau. Στην Ταγγέρη γνώρισε τον Πόλ Μπόουλς και δοκίμασε κάτι από την γεύση των μπίτνικ, έστω και στο τελείωμά τους. Θα οργάνωνε δείπνο αποκλειστικά με γκέι συγγραφείς, ανάμεσά τους ο Ταχτσής και ο Έντμουντ Γουάιτ. Διάβασε το βιβλίο του Ουίλιαμ Ντάρλιμπλ «Στη σκιά του Βυζαντίου» κι έκανε το ίδιο ταξίδι. Του αρέσει η Γερτρούδη Στάιν, ιδιαίτερα η συνταγή της ‘κότα γεμιστή με αυγά’.

  • M​εγάλωσε στη Γαλλία αλλά έμαθε ελληνικά διαβάζοντας την ελληνική έκδοση του «Αστερίξ». Το πρώτο βιβλίο ελληνικής λογοτεχνίας που διάβασε ήταν «Το αμάρτημα της μητρός μου». Το διάβασε στα δώδεκά του, καθ' υπόδειξιν της μητέρας του.

    Ο πρώτος συγγραφέας που του έρχεται στο νού είναι ο Χόρχε Σεμπρούν και το βιβλίο του «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ». Ταυτίζεται κάπως μαζί του, λόγω της διπλής ταυτότητας. Ο Σεμπρούν ισπανογάλλος. Αυτός, ελληνογάλλος. Διαβάζει πολύ. Από Εμανουέλ Καρέρ και Γιούκιο Μίσιμα μέχρι Χωμενίδη και Αλέξη Πανσέληνο. Διαβάζει Μπρετόν αλλά και Ουελμπέκ. Η λογοτεχνία του Ουελμπέκ του δείχνει την ευρωπαϊκή κατάσταση, την μοναξιά, της κρίση της ανδρικής ταυτότητας.

    Είναι κοινωνιολόγος και χρησιμοποιεί την λογοτεχνία ως εμπειρικό υλικό. Διαβάζει και Σιμενόν. Θεωρεί ότι είναι ένας συγγραφέας που δεν ντρέπεται για το ανθρώπινο είδος. Βραβευμένος για το βιβλίο του «Οι περιπέτειες της μεσαίας τάξης», δουλεύει τώρα πάνω στην ελληνική κουζίνα και στην κωδικοποίησή της. Γι'αυτό διαβάζει Βέφα Αλεξιάδη και φυσικά Νικόλαο Τσελεμεντέ.

  • Το βιβλίο στο οποίο βυθίστηκε, στην κυριολεξία, ήταν το Confiteor του καταλανού Ζάουμε Κομπρέ. Το βιβλίο που θα αρχίσει τώρα να διαβάζεί είναι «Το βουνί» της Λουίζας Παπαλοϊζου. Τα βιβλία της δίνουν ιδέες και κλειδιά για τα θεάματά της. Συνέβη με «Το γαλάζιο τετράδιο» του Δανιήλ Χαρμς, ενός σχεδόν άγνωστου συγγραφέα της ρωσικής πρωτοπορίας. Συνέβη και με την συλλογή επιτύμβιων ποιημάτων «Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ» του Αμερικανού Έντγκαρ Λη Μάστερς, ένα βιβλίο που της είχε συστήσει ο ποιητής Νίκος Παναγιωτόπουλος.

    Έχοντας μεγαλώσει μέσα στο βιβλιοπωλείο «Διάμετρος» της Χαλκίδας, η Αργυρώ Χιώτη είναι αναγνώστρια εξ απαλών ονύχων. Πολλές παραστάσεις της στηρίζονται σε λογοτεχνικά κείμενα αλλά και σε κείμενα της παράδοσης, όπως τα παραμύθια. Συνεργάζεται στενά με τον Ευθύμη Φιλίππου. Και η εμπειρία της ως φοιτήτριας στη Γαλλία τής άνοιξε δρόμους σε θεωρητικά κείμενα (Μποντριγιάρ, Ντελέζ κλπ) που τα χρησιμοποιεί τώρα στις παραστάσεις της.